- φράτρα
- και φάτρα και ιων. τ. φρήτρη και φήτρη και δωρ. τ. πάτρα, ἡ, Α1. (με πολιτική σημ.) αδελφότητα2. (κατά τους ηρωικούς χρόνους) γένος, φυλή («κρῖν' ἄνδρας... κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγῃ», Ομ. Ιλ.)3. (κατά τους ιστορικούς χρόνους) μερίδα, ομάδα πληθυσμού συγκροτημένη από γένη συνδεόμενα με δεσμούς συγγένειας, αλλ. φρατρία και φατρία4. (ειδικά στην Αθήνα) υποδιαίρεση τής φυλής5. η ρωμαϊκή κουρία6. (γενικά) ένωση, συμμαχία, συνασπισμός7. (με κακή σημ.) συνωμοσία8. όμιλος συνδαιτυμόνων9. ανάκλιντρο δείπνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα τής λ. φρᾱτηρ (< IE *bhrāter- «αδελφός», βλ. λ. φράτηρ), με απαθές το πρώτο και μηδενισμένο το δεύτερο φωνήεν και κατάλ. -ᾱ / -η. Οι τ. φάτρα / φήτρη < θ. φᾶτρ- με ανομοιωτική αποβολή τού -ρ- (βλ. και λ. φατρία)].
Dictionary of Greek. 2013.